χαμαλίκι

χαμαλίκι
το
1. η εργασία του χαμάλη.
2. κάθε βαριά εργασία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαμαλίκι — το, Ν 1. η εργασία τού χαμάλη, τού αχθοφόρου 2. συνεκδ. βαριά ή ανεπιθύμητη εργασία, αγγαρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamallik] …   Dictionary of Greek

  • -λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι …   Dictionary of Greek

  • χαμαλίκα — η, Ν 1. πάνινο επίστρωμα στην πλάτη αχθοφόρου, με το οποίο υποβοηθείται η μεταφορά φορτίου, η τύλη 2. μτφ. μεταφορά κάποιου πάνω στην πλάτη άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χαμαλίκι] …   Dictionary of Greek

  • χαμαλοδουλειά — η, Ν σκληρή, επίπονη δουλειά, χαμαλίκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”